Στερεότυπα και Προκαταλήψεις

Τα στερεότυπα είναι ένας άκαμπτος τρόπος αντίληψης ενός ατόμου που δεν βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του/της αλλά στα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στην ομάδα ή στην τάξη στην οποία αυτό ανήκει.


Φαίνεται πως τα στερεότυπα σηματοδοτούν μια ανθρώπινη κοινότητα που διαμορφώνει συγκεκριμένες προσδοκίες από πληροφορίες τις οποίες χαρακτηρίζει μέτριος έως υψηλός βαθμός μη αξιοπιστίας.


Τα στερεότυπα μπορεί να εμφανιστούν όταν η πληροφορία είναι ασαφής, ατελής ή μη συνεπής ως προς τη φύση της. Τα άτομα τείνουν να δημιουργούν στερεότυπα για τους άλλους βασισμένα στη φυλετική, εθνική ή σεξουαλική ταυτότητά τους, ή και στις πολιτικές ή θρησκευτικές επιλογές τους.


Τα στερεότυπα είναι μια μορφή κατηγοριοποίησης, μια χρήσιμη και σημαντική λειτουργία που βοηθά τον άνθρωπο να προβλέπει και να σχεδιάζει πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης ενός ατόμου το οποίο ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή κατηγορία.


Υπάρχει όμως και μια προβληματική πλευρά, η οποία εμφανίζεται σε περίπτωση κατά την οποία τα χαρακτηριστικά που προσάπτονται σε μια ομάδα ανταποκρίνονται ελάχιστα στην πραγματικότητα. Έτσι, εκφράσεις του τύπου «οι μουσουλμάνοι είναι αμόρφωτοι» ή «οι γυναίκες είναι υπερευαίσθητες», υποδηλώνουν ότι ένα άτομο θα έχει αυτόματα και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά απλώς και μόνο επειδή ανήκει σε αυτές τις ομάδες.


Η έντονη αυτή τάση να κρίνουμε τους άλλους στη βάση της φυλής ή της εθνικότητας ή του φύλου ή της θρησκευτικής ή άλλης πεποίθησης ή προτίμησης τους συντελείται μέσω δύο μηχανισμών: της προκατάληψης και της διάκρισης.


Η προκατάληψη αναφέρεται στις αρνητικές στάσεις των ατόμων σε περίπτωση όπου ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά ενός στερεοτύπου έχουν αρνητική φόρτιση.


Η διάκριση ταυτίζεται με τις αρνητικές ενέργειες προς την ομάδα που είναι το αντικείμενο της προκατάληψης.

 

Είναι φανερό ότι κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες οι προκαταλήψεις απέναντι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες μπορεί να πάρουν τη μορφή διακρίσεων.

 

Τα ατομικά στερεότυπα προκύπτουν όταν το άτομο αποδίδει σε άλλους χαρακτηριστικά κατά τον ίδιο τρόπο που θα τα απέδιδε στον εαυτό του, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι οι άλλοι είναι σε μεγάλο βαθμό όμοιοι με το ίδιο.


Ταυτόχρονα όμως με τη δημιουργία των ατομικών στερεοτύπων δημιουργούνται και τα κοινωνικά στερεότυπα τα οποία σχετίζονται άμεσα με τους κοινωνικούς κανόνες.


Φαίνεται να υπάρχει μια συνεχής αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ατομικά και τα κοινωνικά στερεότυπα, με τρόπο τέτοιο που στο τέλος μπορεί να ταυτίζονται. Έτσι, οι εκτιμήσεις μας για τους άλλους μπορεί να χαρακτηρίζονται από γενικευμένες προσδοκίες για το πως αυτοί αισθάνονται και συμπεριφέρονται. Εφαρμόζουμε τέτοιους κανόνες ή πρότυπα όταν καλούμαστε να κρίνουμε τους άλλους.


Μία από τις κυριότερες αιτίες της δημιουργίας των προκαταλήψεων είναι η κοινωνική μάθηση κατά την οποία τα άτομα διαμορφώνουν συγκεκριμένες στάσεις, προσδοκίες, προκαταλήψεις, στερεότυπα μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης.


Το μοντέλο της κοινωνικής μάθησης δίνει έμφαση στη μάθηση και έμμεσα στην ενίσχυση από τα ΜΜΕ, τους κοινωνικούς φορείς (σχολείο, κοινότητα) και τα κοντινά πρόσωπα (οικογένεια, συγγενικό περιβάλλον), μέσω της παρατήρησης.


Η σταθερή και συνεχής συσχέτιση ενός ερεθίσματος με μια αντίδραση μπορεί να επιφέρει τροποποίηση της συμπεριφοράς.


Όταν η τηλεόραση προβάλλει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες σε συγκεκριμένους ρόλους (πχ οι μαύρες γυναίκες ή οι Φιλιππινέζες ως υπηρέτριες ·οι τραπεζίτες ως σκληρόκαρδα άτομα κλπ.), τότε, από τη συσχέτιση των κατηγοριών αυτών, διαμορφώνεται η κοινή αντίληψη ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες πάνε μαζί. Από την άλλη μεριά, οι στάσεις των ατόμων του οικείου περιβάλλοντος απέναντι σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν τα παιδιά με τέτοιον τρόπο ώστε είναι πολύ πιθανό να υιοθετήσουν και αυτά την ίδια συμπεριφορά προς τις ομάδες αυτές.


Η προκατάληψη πηγάζει κυρίως από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τα οποία προδιαθέτουν το άτομο σε αυτό το είδος αρνητικής συμπεριφοράς.


Η προκατάληψη συνδέεται συχνά με ένα ευρύ φάσμα χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, το οποίο ονόμασαν αυταρχική προσωπικότητα.

Οι έχοντες αυταρχική προσωπικότητά περιγράφονται ως άτομα που υποτάσσονται παθητικά σε πρόσωπα εξουσίας, ενώ αντιδρούν τιμωρητικά και βίαια σε ομάδες άλλες εκτός από τη δική τους.


Τα αυταρχικά άτομα αναπτύσσουν τα χαρακτηριστικά αυτά εν μέρει ως αποτέλεσμα των τιμωρητικών και βίαιων μεθόδων διαπαιδαγώγησης που είχαν ως παιδιά από τους γονείς ή από άλλα πρόσωπα.


Σύμφωνα με μία άλλη θεωρία τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις πηγάζουν από τις συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες.


Όταν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες παλεύουν προκειμένου να αποκτήσουν τα ίδια αγαθά (εργασία, στέγη) που δεν προσφέρονται σε αφθονία αναπτύσσεται μεταξύ τους ανταγωνισμός και οι αντιδράσεις της μιας ομάδας προς την άλλη είναι εχθρικές και επιθετικές.


Τα στερεότυπα των ρόλων και του φύλου αφορούν την απόδοση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στα άτομα ανάλογα με το φύλο ή το ρόλο τους.

Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αναμένεται να ταιριάζουν με τον ρόλο του πατέρα ή της μητέρας, του άνδρα ή της γυναίκας.


Η γνώση του φύλου ενός ατόμου επηρεάζει σημαντικά την απόδοση σε αυτό συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένα με το φύλο.

Εκτός από την απόδοση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στους άλλους σύμφωνα με το φύλο τους, το ίδιο το άτομο παρουσιάζει συμπεριφορά ανάλογα με το φύλο του/της.


Τα άτομα που περιγράφουν τον εαυτό τους ως έχοντα «τυπικά γυναικεία» χαρακτηριστικά τείνουν να έχουν και αντίστοιχη συμπεριφορά. Εδώ υπάρχει η έννοια της ταυτότητας του φύλου, η οποία είναι το ιδιαίτερο συναίσθημα που αποκτά το παιδί όταν συνειδητοποιεί ότι ανήκει στο ένα ή στο άλλο φύλο.


Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά μας, όταν λειτουργούμε βάσει στερεοτύπων ή προκαταλήψεων, καθώς έχει ως συνέπεια την υπονόμευση της ικανότητάς μας να αναπτύξουμε και να συντηρήσουμε μία σχέση. Αν μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποιες είναι οι νοοτροπίες μας και οι τύποι της συμπεριφοράς μας, θα μπορέσουμε αυτόματα να καταλάβουμε ότι και οι άλλοι άνθρωποι -ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών τους ή της φυλής στην οποία ανήκουν- μπορεί να νιώθουν ή να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, και τελικά να βελτιώσουμε τις πιθανότητες για αποτελεσματική και σωστή επικοινωνία.