Η θεραπευτική διαδικασία και αλλαγή από την οπτική του πελάτη

Σε αυτήν την εργασία ασχολούμαστε με την εμπειρία του πελάτη που ζητάει και λαμβάνει ψυχοθεραπεία. Το πρόβλημα με την τρέχουσα έρευνα για τη συμβουλευτική είναι ότι οι μελέτες που αναδεικνύουν την οπτική γωνία του πελάτη είναι συγκριτικά αραιές (Bowman & Fine, 2000˙ McLeod, 1998) σε σύγκριση με τον όγκο των ερευνών που εξετάζουν την οπτική γωνία του συμβούλου. Είναι σημαντικό να διερευνηθούν οι απόψεις των πελατών για το τι είναι χρήσιμο, επειδή μπορεί να εντοπιστούν πράγματα που παραβλέπονται από τους ερευνητές και από τις θεωρίες. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα επειδή οι διαδικασίες αλλαγής που υποστηρίζονται από τις θεωρίες δεν έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής ότι εξηγούν πολύ καλά πώς λειτουργεί η θεραπεία (Bohart & Wade, 2013).


Η έρευνα της ψυχοθεραπείας έχει μακρά ιστορία εξέτασης διαφόρων πτυχών της ψυχοθεραπείας όπως εννοιολογούνται από διάφορα θεωρητικά μοντέλα. Έχει επίσης μια μακρά ιστορία εξέτασης των αποτελεσμάτων της ψυχοθεραπείας και της σχέσης μεταξύ διαφόρων πτυχών της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας και αυτών των ίδιων αποτελεσμάτων. Αν και οι μελέτες που ρωτούν τους πελάτες σχετικά με την εμπειρία τους στη θεραπεία υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό στον τομέα, είναι σπάνιες. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες οι ερευνητές ανακάλυψαν τον πλούτο των προοπτικών των πελατών και την αξία αυτών των προοπτικών για την κατανόηση της θεραπείας και της κλινικής πρακτικής (Ζύμνη, 2017). Στο επόμενο κεφάλαιο, θα αναφερθούμε σε κάποιες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από την οπτική του πελάτη.


Οι έρευνες σχετικά με τις αντιλήψεις των πελατών για τη συμβουλευτική διαδικασία έχουν δείξει ότι οι απόψεις των πελατών και των συμβούλων για τη συμβουλευτική τους συχνά διαφέρουν με πολλούς και σημαντικούς τρόπους. Πιο συγκεκριμένα, οι πελάτες συνήθως αναμένουν η συμβουλευτική να είναι συντομότερη από ό,τι οι σύμβουλοί τους (Horvath et al., 1990˙ Klein et al., 2003˙ Pekarik & Wierzbicki, 1986), οι πελάτες τείνουν να βλέπουν τους συμβούλους ως πιο καθοδηγητικούς από ό,τι οι σύμβουλοι βλέπουν τους εαυτούς τους (Metcalf et al. , 1996˙ Yardley, 1990), τα δύο μέρη συχνά διαφωνούν σχετικά με τον αντίκτυπο της συνεδρίας (Caskey et al. , 1984˙ Dill-Standiford et al.,1988), σχετικά με τις προθέσεις του θεραπευτή(Caskey et al., 1984˙ Horvath et al., 1990), και ακόμη και για την εργασία που έχει προταθεί για το σπίτι(Scheel et al., 2004). Ακόμη και όταν προσδιορίζουν τα πιο σημαντικά ή κρίσιμα γεγονότα στη συμβουλευτική τους, οι πελάτες και οι σύμβουλοι συμφωνούν μόνο στο ένα τρίτο περίπου των περιπτώσεων (Cummings et al., 1992a˙ Martin & Stelmaczonek, 1988).


Μεταξύ των πραγμάτων που οι πελάτες συνήθως προσδιορίζουν ως χρήσιμα στη συμβουλευτική είναι: να λαμβάνουν συμβουλές, να έχουν μια καλή σχέση με τον σύμβουλό τους (π. χ. ζεστασιά, κατανόηση, εμπιστοσύνη), να αποκτούν νέες γνώσεις, να προκαλούνται, να υποστηρίζονται και να ενθαρρύνονται, να έχουν κάποιον να τους ακούει και να τους καθησυχάζει, να μπορούν να κάνουν επιλογές και να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη συμβουλευτική και τον σύμβουλό τους και, φυσικά, να λύνουν τα προβλήματά τους (Bowman & Fine, 2000˙ Boyhan, 1996- Jinks, 1999˙ Kremer & Gesten, 2003˙ Llewelyn et al. , 1988˙ McDonald & Webb, 1998˙ Paulson et al. , 1999˙ Tracey & Dundon, 1988˙ Wilcox-Matthew et al. , 1997˙ Wivell & Webb, 1995). Επιπλέον, εκτιμούν τις εξηγήσεις που τους παρέχουν νέους τρόπους θεώρησης των πραγμάτων, τους αρέσει να τους συγχαίρουν, όταν αυτό δικαιολογείται, για τη διορατικότητα, την ικανότητα και την ικανότητά τους (Manthei, 2005), και συνήθως εκτιμούν την αυτοαποκάλυψη του συμβούλου (Knox et al., 1997).


Η έρευνα των Bohart και Wade (2013), δείχνει ότι οι πελάτες μπορούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην διαχείριση των θεραπευτικών τους εμπειριών. Οι πελάτες είναι “συν-συγγραφείς” της θεραπείας. Οι πελάτες, όχι μόνο οι θεραπευτές, μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στην ενεργό αντιμετώπιση και διαχείριση της θεραπευτικής σχέσης.


Οι έρευνες σχετικά με την οπτική των πελατών υποστηρίζουν την ιδέα του πελάτη ως ατόμου που διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη θεραπεία. Όπου έχουν μελετηθεί τέτοιες σχέσεις, οι απόψεις των πελατών τείνουν να συσχετίζονται με το αποτέλεσμα, συχνά περισσότερο από ό,τι εκείνες των θεραπευτών τους. Οι απόψεις τους για τη φύση των προβλημάτων τους, για το τι θέλουν από τη θεραπεία και το πώς αυτές οι απόψεις ταιριάζουν με τις παρεμβάσεις των θεραπευτών μπορούν να επηρεάσουν τόσο τα κίνητρα όσο και το αποτέλεσμα. Οι απόψεις τους μπορεί επίσης να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν την αλλαγή. Επιπλέον, βλέπουν τον εαυτό τους να συμβάλλει ενεργά μέσα από δραστηριότητες όπως η σκληρή εργασία, η εκμάθηση της λογικής, ο προβληματισμός και η προσπάθεια για κάτι καινούργιο. Τέλος, ως παράγοντες, εκτιμούν ότι γίνονται κατανοητοί από τον θεραπευτή και ότι συμμετέχουν σε μια γνήσια, αμοιβαία σχέση (Bohart & Wade, 2013).


Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι πελάτες είναι τόσο ανεξάρτητες μεταβλητές που λειτουργούν στη θεραπεία όσο και «εξαρτημένες μεταβλητές» που επηρεάζονται από τις λειτουργίες του θεραπευτή. Τα ευρήματα δείχνουν ότι πολλοί πελάτες τα πάνε καλά ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας στην οποία βρίσκονται. Οι προτιμήσεις, οι πεποιθήσεις, τα κίνητρα και οι προσδοκίες των πελατών έχουν βρεθεί ότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Οι αντιλήψεις τους συσχετίζονται με το αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι αντιλήψεις τους μπορεί να διαφέρουν από εκείνες των θεραπευτών τους, ενώ συσχετίζονται με το αποτέλεσμα περισσότερο από εκείνες των θεραπευτών τους. Αυτό υποδηλώνει την πιθανότητα ότι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν τη θεραπεία επηρεάζει αυτό που παίρνουν από αυτήν (Bohart & Wade, 2013).


Τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι οι πελάτες βλέπουν τον εαυτό τους και λειτουργούν ως ενεργοί παράγοντες. Θεωρούν ότι εργάζονται σκληρά και ότι διαδραματίζουν αναπόσπαστο ρόλο στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Επεξεργάζονται πληροφορίες και επιτυγχάνουν τις δικές τους γνώσεις. Εργάζονται για την ανάπτυξη, τη συντήρηση και την επισκευή της θεραπευτικής συμμαχίας. Μπορούν να χτίσουν γέφυρες μεταξύ των εμπειριών τους κατά τη διάρκεια της συνεδρίας και της καθημερινής τους ζωής μεταξύ των συνεδριών. Ερμηνεύουν αυτό που μαθαίνουν από την άποψη των ατομικών τους πεποιθήσεων, σχημάτων και στόχων (Bohart & Wade, 2013).


Στην έρευνα της Ζύμνη (2017) η οποία βασίστηκε σε 10 ημιδομημένες συνεντεύξεις πελατών διαφορετικών θεραπευτικών προσεγγίσεων, οι οποίοι είχαν ολοκληρώσει τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας επιτυχώς και το εμπειρικό υλικό αναλύθηκε με τη μέθοδο της εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας αναδείχτηκε ο ουσιαστικός και ενεργός ρόλος του πελάτη στη δημιουργία της θεραπευτικής αλλαγής. Μέσα από τις αφηγήσεις τους φάνηκε πως η αλλαγή λαμβάνει χώρα όταν ο θεραπευόμενος νοηματοδοτεί με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα και όταν διαχειρίζεται λειτουργικά τα συναισθήματά του και ανέδειξε τον πελάτη ως τον σημαντικότερο παράγοντα στην επίτευξη της θεραπευτικής αλλαγής και της προθετικότητας του ως σημαντικού παράγοντα για την αλλαγή.


Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη σημαντικότητα της προσωπικής ευθύνης του πελάτη στη δική του αλλαγή, ωστόσο αναδεικνύουν πως ο θεραπευτής είναι ο καταλύτης που θα συμβάλει ενεργά με τις παρεμβάσεις του και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του στη διαμόρφωση της διαφορετικής οπτικής που καταφέρνει να αποκτήσει ο θεραπευόμενος. Η θεραπευτική αλλαγή πυροδοτείτε, αναδύεται, εξελίσσεται και εδραιώνεται με τις λεκτικές και τις μη λεκτικές παρεμβάσεις, όπως και με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και την παρουσία του θεραπευτή. Σημαντικό χαρακτηριστικό για την επίτευξη της αλλαγής αποτελεί επίσης η αποδοχή του θεραπευτή (Ζύμνη,2017).


Σχετικά με την ψυχοθεραπευτική διαδικασία και την επίτευξης της αλλαγής, βρήκε πως βασίζεται σε τρεις θεραπευτικούς παράγοντες ισάξιας βαρύτητας. Ο πελάτης, με το αίτημα και την πρόθεση του για αλλαγή, ο θεραπευτής, με την επαγγελματική του κατάρτιση και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, όπως και η ασφαλής μεταξύ τους θεραπευτική σχέση εμπιστοσύνης, διαμορφώνουν τους απαραίτητους παράγοντες για την εξέλιξη της θεραπείας και την ανάδυση της αλλαγής (Ζύμνη, 2017).


Αναδεικνύει την ψυχοθεραπεία ως μία διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη, στην οποία αναδύονται γνωσιακές και συναισθηματικές διεργασίες που επηρεάζουν κυρίως τον πελάτη αλλά επίσης και τον θεραπευτή. Ο πελάτης αλλάζει επηρεάζοντας συγχρόνως και τον θεραπευτή. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως ο θεραπευτής επηρεάζεται από τον πελάτη, κυρίως στον τρόπο που εκφράζεται και στην επιλογή των παρεμβάσεών του (Ζύμνη,2017).


Η παρούσα εργασία επιχείρησε να αναδείξει την σημαντικότητα της οπτικής του πελάτη στην θεραπευτική διαδικασία και στην θεραπευτική αλλαγή. Με τα λόγια του Carl Rogers (1961): Ο πελάτης είναι αυτός που ξέρει τι πονάει, ποιες κατευθύνσεις πρέπει να ακολουθήσει, ποια προβλήματα είναι κρίσιμα, ποιες εμπειρίες έχουν θαφτεί βαθιά. Άρχισα να σκέφτομαι ότι, εκτός αν είχα την ανάγκη να επιδείξω την εξυπνάδα και τη μάθησή μου, θα ήταν καλύτερα να βασιστώ στον πελάτη για την κατεύθυνση της κίνησης στη διαδικασία.